- σβηστός
- -ή, -όσβησμένος: Σβηστή λάμπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβηστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σβήσει, σβησμένος («καθόταν μόνος του με σβηστά τα φώτα») 2. εξασθενημένος, αδύναμος («σβηστή φωνή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έ σβησ α τού σβήνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ.] … Dictionary of Greek
μισόσβηστος — η, ο [μισοσβήνω] κατά το ήμισυ σβηστός, μισοσβησμένος («μισόσβηστη καντήλα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σβυστός — ή, ό, Ν (εσφ. γρφ.) βλ. σβηστός … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek